Οχι μόνο δεν καταργείται όπως είχε υποσχεθεί η κυβέρνηση, αλλά εξετάζονται και νέες αυξήσεις στον φόρο που επιβάλλεται στους ιδιοκτήτες ακινήτων με στόχο τα βεβαιωθέντα έσοδα να φθάσουν πλέον τα 3,5 δισ. ευρώ.
Το καλοκαίρι του 2014, η κυβέρνηση της ΝΔ υπέστη τεράστιο πολιτικό σοκ. Ο ΕΝΦΙΑ, ο νέος φόρος ακινήτων ο οποίος καθιερώθηκε για να κλείσει τότε ο λογαριασμός του Μνημονίου, είχε βγει «τέρας» με βεβαιώσεις φόρων πάνω από 3,5 δισ. ευρώ εξαιτίας ολέθριων λαθών στην εκκαθάριση. Μέσα σε μία χρονιά το υπουργείο Οικονομικών ζητούσε από ιδιοκτήτες ακινήτων αντικειμενικής αξίας 697 δισ. ευρώ, να πληρώσουν σε φόρο το 0,5% της αξίας της ακίνητης περιουσίας τους. Τότε, ο στόχος ήταν να βεβαιωθούν 3,250 δισ. ευρώ, αλλά προέκυψαν 250 εκατ. ευρώ παραπάνω.
Τώρα η κυβέρνηση μελετά το ενδεχόμενο να κάνει το ίδιο λάθος. Σκόπιμα και με πλήρη επίγνωση των επιπτώσεων, με βαριά καρδιά αλλά με άδειες τσέπες στην επικείμενη αξιολόγηση.
Ο λογαριασμός που απαιτούν οι δανειστές με παραμετρικά μέτρα ύψους 1% του ΑΕΠ ή 1,8 δισ. ευρώ – πέραν των μέτρων 2% του ΑΕΠ για το Ασφαλιστικό και τη φορολογία εισοδήματος – κλείνει με δυσκολία, παρά τις σαρωτικές αυξήσεις σε μία σειρά έμμεσων φόρων, από τον Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης στη βενζίνη και στα τσιγάρα έως τους φόρους στα αυτοκίνητα και στα τέλη κινητής τηλεφωνίας.
Ετσι, στο τραπέζι των αναζητήσεων έπεσε και η αύξηση του Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων, τον οποίο προεκλογικά η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ διέγραφε με ευκολία από τα κιτάπια του προϋπολογισμού, με υποσχέσεις για άμεση κατάργηση.
Οι υποσχέσεις τον πρώτο χρόνο αναιρέθηκαν με όχημα το πατριωτικό καθήκον να κρατηθεί η χώρα όρθια. «Τελευταία χρονιά» το 2015 έλεγαν κυβερνητικά στελέχη, συμπληρώνοντας ότι από το 2016 ο ΕΝΦΙΑ θα αντικατασταθεί από έναν νέο δικαιότερο φόρο στα πρότυπα του Φόρου Ακίνητης Περιουσίας που ίσχυε στο παρελθόν, καθιερώνοντας μάλιστα αφορολόγητο όριο για τους μικροϊδιοκτήτες.
Το 2016 ήλθε, αλλά ο ΕΝΦΙΑ δεν φεύγει. Αντίθετα, στο υπουργείο Οικονομικών έχουν τρέξει ήδη πολλαπλά σενάρια με αυξήσεις στους ισχύοντες συντελεστές τόσο στον κύριο όσο και στον συμπληρωματικό φόρο που επιβάλλεται σε ιδιοκτήτες ακίνητης περιουσίας άνω των 300.000 ευρώ, επιχειρώντας οι μεγαλύτερες επιβαρύνσεις να επιβληθούν στα υψηλότερα κλιμάκια περιουσίας. Τι θα βγάλει η μοιρασιά των επιβαρύνσεων, άγνωστο ακόμα.
Δεδομένο είναι όμως ότι κανένας φορολογούμενος δεν θα καρπωθεί τις πρόσφατες και αναδρομικές μειώσεις των αντικειμενικών αξιών από 5% έως και 20%, οι οποίες τέθηκαν σε ισχύ από τον Μάιο του 2015 σε εφαρμογή σχετικής απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Οι μειώσεις αυτές οδηγούν σε προσγείωση των εσόδων που βεβαιώνονται από τον φόρο ακινήτων, σε επίπεδα χαμηλότερα κατά 350 εκατ. ευρώ. Αυτή η απόσταση θα καλυφθεί βρέξει – χιονίσει, ώστε να διατηρηθεί αμετάβλητη η εισπραξιμότητα του ΕΝΦΙΑ στα 2,650 δισ. ευρώ. Συζητείται όμως, πέραν της προσαρμογής των 350 εκατ. ευρώ, να υπάρξει και αύξηση των εσόδων που βεβαιώνονται κατά 250 εκατ. ευρώ και από τα 3,250 δισ. ευρώ που βεβαιώθηκαν πέρυσι, να φτάσουμε στα 3,5 δισ. Με βεβαίωση φόρου 3,5 δισ. ευρώ, εφόσον η εισπραξιμότητα παραμείνει αμετάβλητη στα περυσινά επίπεδα του 81%, τα έσοδα μπορούν να αυξηθούν στα 2,850 δισ. ευρώ ή κατά 200 εκατ. ευρώ επιπλέον. Οι τελικές αποφάσεις αναμένεται να ληφθούν την ερχόμενη εβδομάδα, όταν ξαναπιάνουν δουλειά στην Αθήνα οι επικεφαλής των δανειστών, με την κυβέρνηση να ελπίζει σε λυτρωτικές αποφάσεις για το χρέος εφόσον προηγηθούν οι θυσίες στους φόρους και στο Ασφαλιστικό.
ΑΚΤΙΝΟΓΡΑΦΙΑ. Οδηγό στην επιχειρούμενη αναπροσαρμογή του ΕΝΦΙΑ αποτελεί ο περυσινός λογαριασμός. Τα αναλυτικά στοιχεία που έχει στη διάθεσή του το υπουργείο Οικονομικών και αποκαλύπτουν σήμερα «ΤΑ ΝΕΑ» δείχνουν ότι ο φόρος πληρώνεται με μεγαλύτερη ευκολία από τους ιδιοκτήτες μεσαίας ακίνητης περιουσίας και τους πολύ πλούσιους. Στα πολύ χαμηλά κλιμάκια φόρου όπου συνωστίζονται τρεις στους δέκα ιδιοκτήτες ακινήτων, εντοπίζεται το χαμηλότερο ποσοστό εισπραξιμότητας.
Οπως προκύπτει από τα στοιχεία της περυσινής εκκαθάρισης, ΕΝΦΙΑ έως 50 ευρώ χρεώθηκε σε 2.126.411 ιδιοκτήτες ακινήτων σε σύνολο 7.464.410 φορολογουμένων με ακίνητη περιουσία.
Τρεις στους δέκα ιδιοκτήτες λοιπόν επιβαρύνθηκαν με ΕΝΦΙΑ έως 50 ευρώ, αλλά από τα 21 εκατ. ευρώ φόρου που βεβαιώθηκε, εισπράχθηκαν μόλις τα 15,4 εκατ. (εισπραξιμότητα 73%). Στις πολύ μικρές ιδιοκτησίες, φαίνεται μια αυξημένη δυσκολία εξόφλησης του φόρου. Σε μέσα επίπεδα οι φορολογούμενοι αυτής της κατηγορίας έχουν ακίνητη περιουσία αντικειμενικής αξίας 13.400 ευρώ.
Οσο ανεβαίνει η περιουσία και ο ΕΝΦΙΑ συντηρείται σε σχετικά ανεκτά επίπεδα, η εισπραξιμότητα αυξάνεται αγγίζοντας έως και το 82,7%, για να φτάσει το 83,63% για τους πάμπλουτους.
ΟΙ ΙΔΙΟΚΤΗΤΕΣ. Από τα στοιχεία προκύπτει ότι στην Ελλάδα υπάρχουν σήμερα 1.527 ιδιοκτήτες ακινήτων συνολικής αντικειμενικής αξίας 67,8 δισ. ευρώ. Το 0,02% των ιδιοκτητών ακινήτων έχει στην κατοχή του ακίνητη περιουσία ίση με το ένα δέκατο της συνολικής ακίνητης περιουσίας 7,5 εκατ. ιδιοκτητών. Καλούνται όμως να πληρώσουν σε ετήσια βάση μέσο ΕΝΦΙΑ και συμπληρωματικό φόρο της τάξεως των 174.000 ευρώ!
Γενικά ο φόρος στα «ρετιρέ» φαίνεται βαρύς. Οι ιδιοκτήτες ακινήτων αντικειμενικής αξίας άνω των 500.000 ευρώ ανέρχονται σε 113.377 (το 1,5% των ιδιοκτητών), έχουν στην κατοχή τους ακίνητα αξίας 206 δισ. ευρώ και μοιράζονται ΕΝΦΙΑ ένα δισ. ευρώ. Πολλαπλάσια, λοιπόν, θα μπορούσε να θεωρήσει κανείς ότι ο ΕΝΦΙΑ (και ο συμπληρωματικός φόρος) επιβαρύνει τα μέγιστα όσους έχουν μεγάλη ακίνητη περιουσία, δίνοντας ένα στίγμα δίκαιης μοιρασιάς.
Στη μεσαία ζώνη, των ιδιοκτητών ακινήτων με περιουσία από 100.000 έως 500.000 ευρώ, όπου τα εισοδήματα είναι προφανώς πολύ χαμηλότερα, ο ΕΝΦΙΑ αποδεικνύεται ένας ήδη βαρύς φόρος.
ΤΑ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΑ αποκαλύπτουν ότι 1.493.524 φορολογούμενοι (περίπου 19,5%) δηλώνουν ακίνητη περιουσία από 100.000 έως και 500.000 ευρώ και επωμίζονται 1,546 δισ. ευρώ ΕΝΦΙΑ (ή το 47% του φόρου που βεβαιώνεται). Ερχονται αντιμέτωποι με ΕΝΦΙΑ από 600 έως και 3.000 ευρώ τον χρόνο και τον πληρώνουν σε ποσοστό ακόμα και πάνω από 82%.
Στη συντριπτική τους πλειονότητα, όμως, οι Ελληνες έχουν μικρής αντικειμενικής αξίας ακίνητη περιουσία. Ενδεικτικό είναι ότι το 79% των φορολογουμένων με μικρές περιουσίες (έως 88.000 ευρώ) επιβαρύνονται με το 35% του φόρου (5,8 εκατ. φορολογούμενοι μοιράζονται 902 εκατ. ευρώ). Αυτό ακριβώς το στοιχείο έρχεται να απαντήσει στις δυσκολίες που συνάντησαν στο παρελθόν (όταν χτιζόταν ο ΕΝΦΙΑ), και ενδεχομένως να συναντήσουν και στο μέλλον, οι προθέσεις καθιέρωσης αφορολογήτου.
Αν οκτώ στους δέκα έχουν ακίνητη περιουσία έως 88.000 ευρώ, το όποιο αφορολόγητο θα έπρεπε να μπει πολύ χαμηλά προκειμένου να προκύπτει τόσο μεγάλος ετήσιος λογαριασμός φόρου. Στην αντίθετη περίπτωση, η πώληση ή η δωρεά ακινήτων (σε μια αγορά υπό διαρκή καθίζηση) από τους φορολογουμένους των ανώτερων κλιμακίων περιουσίας θα ήταν μονόδρομος.
Πηγή : tanea.gr