Mesimvrini S.A.

Άρση μονιμότητας στο Δημόσιο: Ιστορία μου, αμαρτία μου… 114 ετών

Από τα δάκρυα των δημοσίων υπαλλήλων στην πλατεία Κλαυθμώνος την εποχή του Βενιζέλου, μέχρι τις πελατειακές σχέσεις των κομμάτων, και από τα μνημόνια, μέχρι το σημερινό αίτημα για άρση της μονιμότητας

Άρση μονιμότητας στο Δημόσιο: Ιστορία μου, αμαρτία μου... 114 ετών

Καθεστώς ηλικίας 114 ετών είναι η μονιμότητα των υπαλλήλων στο Ελληνικό Δημόσιο, η άρση της οποίας θα αποτελέσει ύλη της Συνταγματικής Αναθεώρησης, όπως γνωστοποίησε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, επιχειρώντας να υπερβεί τη «δύναμη αδράνειας» που παράγει η διαιώνισή της.

Σε χαμηλούς τόνους και ως απόπειρα αποπροσανατολισμού από τα Τέμπη υποδέχτηκαν την είδηση κόμματα της αντιπολίτευσης, περιμένοντας από την κυβέρνηση να ανοίξει τα χαρτιά της με τη συγκρότηση της Επιτροπής Συνταγματικής Αναθεώρησης, στο τέλος του έτους.

Ερμητικά «κλειδωμένη», ωστόσο, στις γραμμές του άρθρου 103 του Συντάγματος, η μονιμότητα αποτέλεσε διαχρονικά το κατεξοχήν κίνητρο εισόδου εκατοντάδων χιλιάδων υπαλλήλων στο Δημόσιο, υπηρετώντας σε κάθε ιστορική φάση του νεοελληνικού κράτους πελατειακούς μηχανισμούς, οικονομικές ελίτ και κομματικές καριέρες, σε σημείο που να κοστίζει στους φορολογούμενους περισσότερο από το 10% του ΑΕΠ ετησίως, παραμονές του πρώτου μνημονίου.

Η θέσπιση

Παρά τον πελατειακό ανορθολογισμό, «πατέρας» της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων υπήρξε ο Ελευθέριος Βενιζέλος, καθιερώνοντας για πρώτη φορά τον θεσμό στο άρθρο 102 παρ. 2 του Συντάγματος του 1911, στη λογική της εμπέδωσης ενός καθεστώτος σταθερότητας στη δημόσια διοίκηση, η οποία κλυδωνιζόταν σε επίπεδο στελέχωσης από τις εναλλαγές των κυβερνήσεων.

Στο ενδιάμεσο, ο απόηχος της Γαλλικής Επανάστασης του 1789, που ανέδειξε τον δημόσιο υπάλληλο σε «όργανο του Λαού», είχε φτάσει και στην Αθήνα μετά το Λονδίνο, το Παρίσι και άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, με τη Δύση να στρέφεται στρατηγικά σε ένα μοντέλο μόνιμης εργασίας στο Δημόσιο, ως θεμέλιο της νέας παραγωγικής βάσης της.

Ηταν, άλλωστε, τέτοιοι οι λυγμοί και οι οδυρμοί των δημοσίων υπαλλήλων που έχαναν τις θέσεις τους με την εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία που διαπέρασαν μέχρι και τα χρονογραφήματα των αρχών του 19ου αιώνα, με τον «Αθηναιογράφο» Δημήτριο Καμπούρογλου να αποκαλεί το 1878 στην «Εστία» «Πλατεία Κλαυθμώνος» την πλατεία επί της οδού Σταδίου, όπου συνήθιζαν να συγκεντρώνονται οι δημόσιοι υπάλληλοι, προκειμένου να διαμαρτυρηθούν έντονα για την απομάκρυνσή τους από τις θέσεις τους, όταν οι εκλογές οδηγούσαν σε ήττα του κυβερνώντος κόμματος.

O Ελευθέριος Βενιζέλος, ωστόσο, δεν φαίνεται να επηρεάστηκε από τα αστικά δάκρυα, αλλά περισσότερο από την ανάγκη αποκομματικοποίησης του Δημοσίου, την οποία είχε εξαγγείλει με την άφιξή του στην Αθήνα το 1910, κάνοντας λόγο για την «απαλλαγή της διοίκησης από τις κομματικές επιρροές».

Άρση μονιμότητας στο Δημόσιο: Ιστορία μου, αμαρτία μου... 114 ετών

Το μνημόνιο

Στην πραγματικότητα, μάλιστα, μέχρι την υπαγωγή της χώρας στο μνημόνιο ούτε η ίδια η ελληνική δημόσια διοίκηση ήταν σε θέση να προσδιορίσει το ακριβές μέγεθός της. Οταν η τρόικα έφτασε στην Αθήνα, οι προσλήψεις έφταναν σε μηνιαία βάση μέσω φαξ στο υπουργείο Εσωτερικών, όπου στη συνέχεια οι υπάλληλοι τις κατέγραφαν χειρόγραφα στα «Δελτία» δημοσίων υπαλλήλων, δηλαδή σε χοντρόδετους τόμους, χωρίς ίχνος ψηφιοποίησης. Οπως προέκυψε λίγα χρόνια αργότερα, όταν δηλαδή λειτούργησε για πρώτη φορά η «Απογραφή», η ψηφιακή πλατφόρμα καταγραφής των δημοσίων υπαλλήλων, το Ελληνικό Δημόσιο αριθμούσε στις 31 Δεκεμβρίου 2009 συνολικά 929.204 υπαλλήλους, σχεδόν δηλαδή ένα εκατομμύριο, με κόστος μισθοδοσίας ετησίως 24,5 δισ. ευρώ.

Μεσολάβησαν απολύσεις και διαθεσιμότητες, ώστε στις 31 Δεκεμβρίου 2013 ο αριθμός να πέσει τελικά στους 664.791 υπαλλήλους, με αντίστοιχο κόστος μισθοδοσίας 15,8 δισ. ευρώ. Στην αποκλιμάκωση του μισθολογικού κόστους συνέβαλε η Ενιαία Αρχή Πληρωμών, αλλά και η εφαρμογή του Ενιαίου Μισθολογίου, καθώς μέχρι τότε ουδείς γνώριζε με ακρίβεια τι μισθός αντιστοιχούσε, για παράδειγμα, σε έναν απόφοιτο Τεχνολογικής Εκπαίδευσης σε διαφορετικούς φορείς του Δημοσίου, αν όλοι οι υπάλληλοι των ίδιων τυπικών προσόντων λάμβαναν τον ίδιο μισθό ή αν όλα τα επιδόματα δίνονταν οριζόντια και σε ποιους, ακόμη και αν δεν επρόκειτο για πραγματικούς δικαιούχους.

Φάμπρικα

Τα πρώτα μνημονιακά χρόνια, η ραγδαία μείωση του προσωπικού του Δημοσίου έτρεξε παράλληλα με τον έλεγχο των δικαιολογητικών για κρίσιμες μάζες νέων υπαλλήλων, ιδίως όσων είχαν μονιμοποιηθεί με το Προεδρικό Διάταγμα Παυλόπουλου το 2004, περίπου 50.000 δηλαδή, εκ των οποίων ο ένας στους τρεις εκτιμάται ότι εισήλθε στη δημόσια διοίκηση με πλαστά πιστοποιητικά, όπως, κατά πληροφορίες, έδειξαν οι μετέπειτα ενδελεχείς έλεγχοι των δικαιολογητικών.

Η κατάσταση, πάντως, ήταν τόσο χαοτική, που όταν στις αρχές του μνημονίου έφτασε ένα φαξ με τις μηνιαίες προσλήψεις από νησί του Βορείου Αιγαίου, επικράτησε αναστάτωση λόγω του μεγάλου αριθμού προσλήψεων που είχαν σημειωθεί εκείνο τον μήνα παρά τις ασφυκτικές συνθήκες κρίσης, για να διαπιστωθεί εκ των υστέρων ότι απλά ο υπάλληλος που είχε επιφορτιστεί με την αποστολή του δελτίου στις κεντρικές υπηρεσίες είχε προσθέσει κατά λάθος μερικά μηδενικά…

Σε αυτό το τοπίο, το να σπάσει το ταμπού των απολύσεων ηχούσε σαν επωδός από τους «θεσμούς» στα αυτιά του ελληνικού πολιτικού προσωπικού σε όλη την περίοδο των μνημονίων, παρόλο που η ψηφιακή καταγραφή του συνόλου των δημοσίων υπαλλήλων υπήρξε από τα πρώτα στοιχήματά τους δείγμα εκσυγχρονισμού και μεταρρύθμισης της χώρας, με δεδομένο ότι αυτή ήταν δεδομένη ακόμη και σε αναπτυσσόμενες χώρες της Αφρικής.

Σε εκείνο το σημείο τίθεται για πρώτη φορά ο κανόνας 5:1 (δηλαδή 5 αποχωρήσεις για 1 πρόσληψη), για να φτάσει σήμερα το Ελληνικό Δημόσιο να αριθμεί 596.097 τακτικούς δημοσίους υπαλλήλους (έως τις 31/3/2025) με κόστος ετήσιας μισθοδοσίας 14 δισ. ευρώ τηρώντας τον κανόνα 1:1 προς αποφυγή νέου δημοσιονομικού εκτροχιασμού και με ετήσιο προγραμματισμό προσλήψεων, εγκεκριμένο κάθε Σεπτέμβριο από το Υπουργικό Συμβούλιο, για τον αριθμό των ειδικοτήτων που θα πρέπει να ενισχυθούν στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, όπως για παράδειγμα γιατροί, νοσηλευτικό προσωπικό, εκπαιδευτικοί, αλλά και πτυχιούχοι Τηλεπικοινωνίων και Πληροφορικής.

Άρση μονιμότητας στο Δημόσιο: Ιστορία μου, αμαρτία μου... 114 ετών
Το υπουργείο Εσωτερικών στην Πλατεία Κλαυθμώνος την εποχή των κινητοποιήσεων που οδήγησαν στη θέσπιση της μονιμότητας για τους δημοσίους υπαλλήλους

Ο ρόλος του ΑΣΕΠ

Παρά την αυστηρή διαδικασία προσλήψεων, η πλειονότητα των οποίων πραγματοποιείται σήμερα μέσω ΑΣΕΠ, δεν εκλείπουν ακόμη και εν έτει 2025 επιτυχημένες προσπάθειες μονιμοποίησης στο Δημόσιο από το παράθυρο για συμβασιούχους των ΟΤΑ, όπως πρόσφατα συνέβη σε δήμο της Αττικής, καθώς η διοίκησή του απουσίαζε από τη σχετική δίκη ως παράσταση αγωγής, με αποτέλεσμα να μονιμοποιηθούν οι δημοτικοί υπάλληλοι που είχαν προσφύγει σε ένδικα μέσα.

Η «βιομηχανία» των προσφυγών στη Δικαιοσύνη, εξάλλου, με επίκληση τις «πάγιες και διαρκείς ανάγκες» στο Δημόσιο κράτησε δεκαετίες στη διάρκεια της Μεταπολίτευσης, ακόμη και σε περιπτώσεις που ο συνταγματικός νομοθέτης το απαγορεύει αυστηρά, όπως στην παράγραφο 8 του άρθρου 103 (από την Αναθεώρηση του 2001), προβλέποντας πως «απαγορεύεται η από τον νόμο μονιμοποίηση προσωπικού που υπάγεται στο πρώτο εδάφιο ή η μετατροπή των συμβάσεών του σε αορίστου χρόνου».

Αλλωστε, το Σύνταγμα της Ελλάδας ορίζει στην παράγραφο 4 του άρθρου 103 ότι «οι δημόσιοι υπάλληλοι που κατέχουν οργανικές θέσεις είναι μόνιμοι, εφόσον οι θέσεις αυτές υπάρχουν. Αυτοί εξελίσσονται μισθολογικά με τους όρους του νόμου και, εκτός από τις περιπτώσεις που αποχωρούν λόγω ορίου ηλικίας ή παύονται με δικαστική απόφαση, δεν μπορούν να μετατεθούν χωρίς γνωμοδότηση ούτε να υποβιβαστούν ή να παυθούν χωρίς απόφαση υπηρεσιακού συμβουλίου, που αποτελείται τουλάχιστον κατά τα δύο τρίτα από μόνιμους δημοσίους υπαλλήλους», όπως επισημαίνεται.

Στη λογική, δηλαδή, του συνταγματικού νομοθέτη η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων αποτελεί εγγύηση, όχι ευθέως για τους ίδιους ως φυσικά πρόσωπα, αλλά για τη δημιουργία ενός υπαλληλικού σώματος που θα λειτουργεί χωρίς την ανασφάλεια της εναλλαγής των κυβερνήσεων και θα υπηρετεί με ανεξαρτησία τις επιταγές του νόμου, αφού δεν θα εξαρτάται από κομματικές επιρροές και πολιτικές παρεμβάσεις.

Εντέλει, η εξασφάλιση της μόνιμης υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων αποτελεί το «μέσο» για την ανεπηρέαστη εκτέλεση του νόμου, την αμερόληπτη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης και την κατά προτεραιότητα προστασία των συμφερόντων των πολιτών, σε τελική ανάλυση διαφυλάσσοντας ως διοικητική οντότητα τη λειτουργία του ίδιου του κράτους δικαίου.

Μόνιμες οι θέσεις, όχι οι υπάλληλοι

Από την ίδια αντίληψη διέπεται και το άρθρο 39 του ν. 3528/2007, στο οποίο ορίζεται ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι υπάλληλοι των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου που κατέχουν οργανικές θέσεις είναι μόνιμοι, εφόσον αυτές οι θέσεις υπάρχουν. Πρακτικά, αν οι θέσεις εκλείψουν, για παράδειγμα μέσω αναδιοργάνωσης ή κατάργησης υπηρεσιών, όπως συνέβη την περίοδο των μνημονίων, εκλείπει και η αναγκαιότητα κάλυψης των θέσεων από μόνιμους υπαλλήλους.

Με αυτά τα δεδομένα, ένας δημόσιος υπάλληλος σήμερα απολύεται μόνο όταν υπάρχει:
α/ επιβολή της πειθαρχικής
ποινής της οριστικής παύσης,
β/ σωματική ή πνευματική ανικανότητα,
γ/ κατάργηση της θέσης στην οποία υπηρετεί,
δ/ συμπλήρωση ορίου ηλικίας,
ε/ ακαταλληλότητα κατά το άρθρο 95 του Δημοσιοϋπαλληλικού Κώδικα.

Τα σενάρια

Ωστόσο, δεν αποκλείεται η βεντάλια των παραπτωμάτων που οδηγούν σε οριστική παύση να ανοίξει περισσότερο, με δεδομένο ότι οι περιπτώσεις που λιμνάζουν στα Πρωτοβάθμια και τα Δευτεροβάθμια πειθαρχικά συμβούλια παραμένουν εκατοντάδες, σύμφωνα με την εφαρμογή e-Peitharxika της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας, όπου ο αριθμός των υπαλλήλων με εκκρεμείς πειθαρχικές υποθέσεις ανέρχεται σε 3.992 για την πενταετία 2021 – 2025, όταν έχουν αγγίξει τις 965 μόνο για το 2025.

Μία από τις πάγιες παθογένειες, εξάλλου, στο σύστημα απόδοσης πειθαρχικής δικαιοσύνης είναι η εξάρτηση της πειθαρχικής από την ποινική εξέλιξη της ίδιας υπόθεσης, με αποτέλεσμα να μεσολαβούν ενστάσεις και χρόνιες δικαστικές εκκρεμότητες μέχρι να τελεσιδικήσει μια υπόθεση, χωρίς να μπορεί το Δημόσιο να παύσει οριστικά στο ενδιάμεσο τον επίορκο υπάλληλό του.

Σε απόλυτους αριθμούς, πάντως, ο αριθμός των υπαλλήλων στους οποίους επιβλήθηκε η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης την πενταετία 2019-2024 ήταν μόλις 1.097, βλέποντας δηλαδή την πόρτα της εξόδου από το Δημόσιο.

Εκτός από τον όγκο των υποθέσεων που είχαν να διαχειριστούν οι δικαστές στα πειθαρχικά όργανα του Δημοσίου, η συντεχνιακή λογική στην τελική κρίση είναι, σύμφωνα με πληροφορίες, η αιτία που γλιτώνει στην τελική ευθεία αρκετούς από τους επίορκους δημοσίους υπαλλήλους από την απόλυση, καθώς την καταλυτική στιγμή επενεργεί το στοιχείο της συναδελφικότητας, αν όχι της αλληλεγγύης σε αντίστοιχη κατάσταση, μειώνοντας σε τριψήφιο νούμερο όσους έχουν απολυθεί οριστικά και αμετάκλητα από το Δημόσιο.

Διαθεσιμότητα

Στο πλαίσιο αυτό, ένα από τα σενάρια που φέρεται να εξετάζεται, παράλληλα με την πλήρη αναμόρφωση του πειθαρχικού πλαισίου στο Δημόσιο με νέο νομοσχέδιο είναι η ανάδειξη σε βαρύ πειθαρχικό παράπτωμα τυχόν άρνησης συμμετοχής των δημοσίων υπαλλήλων στη διαδικασία της αξιολόγησης, τη στιγμή που η άρση μονιμότητας θα αποβλέπει στην ενίσχυση της παραγωγικότητας, όπως περιέγραψε ο πρωθυπουργός.

Το γεγονός ότι θεσπίστηκε για πρώτη φορά και εφαρμόζεται καθολικά ένα σύστημα αξιολόγησης, στοχοθεσίας και επιβράβευσης από το υπουργείο Εσωτερικών έχει ωριμάσει κατά πολύ τις συνθήκες για να ανοίξει τη σχετική συζήτηση. Σε περίπτωση, μάλιστα, που η εξαγγελία του πρωθυπουργού για άρση της μονιμότητας δεν βρει τις απαραίτητες πολιτικές συναινέσεις, καθώς «σε κάποια ψηφοφορία μπορεί να χρειαστούμε 180 ψήφους, οπότε αναζητούμε συνεργασίες με άλλα κόμματα», όπως τόνισε ο κ. Μητσοτάκης, τότε η συνταγματική ερμηνεία του υφιστάμενου άρθρου επιτρέπει την άρση της μονιμότητας υπό προϋποθέσεις.

Εφόσον «οι δημόσιοι υπάλληλοι είναι μόνιμοι, εφόσον οι οργανικές θέσεις, που κατέχουν, υπάρχουν», όπως αναφέρεται στο άρθρο 103 παρ. 4 εδ. Α, τότε συνεπαγωγικά σε περίπτωση του καταργηθεί η οργανική θέση, τότε αφαιρείται από το προσωπικό και ο υπάλληλος που την κατείχε. -Σε μια τέτοια περίπτωση, ο δημόσιος υπάλληλος τίθεται σε καθεστώς διαθεσιμότητας για χρονική περίοδο οκτώ μηνών και με μηνιαίες αποδοχές ίσες με τα 3/4 του μισθού που λάμβανε προηγουμένως, ενώ μετά την πάροδο της περιόδου της διαθεσιμότητας και εφόσον δεν βρεθεί κάποια άλλη δημόσια υπηρεσία να τον απορροφήσει, τότε ο υπάλληλος απολύεται.

Στην περίπτωση, ωστόσο, που μέσα στο οκτάμηνο της διαθεσιμότητας ο υπό απόλυση υπάλληλος έχει ζητήσει μετάταξη σε κενή θέση σε άλλο φορέα του Δημοσίου, εφόσον εντοπιστεί η σχετική θέση, τότε μπορεί να απολαμβάνει το καθεστώς μονιμότητας, έχοντας μεταταχθεί στον νέο του εργασιακό φορέα.

Πηγή : protothema.gr

facebook sharing button
whatsapp sharing button
twitter sharing button
print sharing button